< βραδυτοκέω
βραδυφαγία >
βραδυτόκος
,
-ον
de gestación lenta
βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον
Arist.
Pr
.891
b
28.