βούτυρος, -ου, ὁ
bot., cierta planta olorosa
πολυφόρος δὲ ἡ χώρα σίτου ... καὶ βουτύρουPeripl.M.Rubri 41,
ὄζει πᾶς ὁ τόπος β.Ath.395a, cf. Dionysius en Hsch.
πολυφόρος δὲ ἡ χώρα σίτου ... καὶ βουτύρουPeripl.M.Rubri 41,
ὄζει πᾶς ὁ τόπος β.Ath.395a, cf. Dionysius en Hsch.