< Βουσσουρίγιος
βουστάνη >
βούσταθμον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
-μος
, ὁ E.
Hel
.359
establo para ganado bovino
βου]στάθμου κάπης
S.
Fr
.314.14, frec. plu., E.
Hel
.29, l.c.,
IA
76, Lyc.92.