βούλομαι
• Alolema(s): eol. βόλλ- Sapph.16.17, 22.19, Theoc.28.15; ép., jón. y arcad. βόλ- Il.11.319, Od.1.234, IG 12(8).358 (Tasos V a.C.), IG 12(9).189.31 (Eretria IV a.C.), IG 5(2).3.9, 6.24 (ambas Tegea IV a.C.); cret. βώλ- IRhod.Per.251.30 (V a.C.), ICr.4.165.8 (Gortina III a.C.), ICr.3.3.3C.16 (Hierapitna II a.C.); tes. βέλλ- IG 9(2).517.20 (Larisa III a.C.); beoc. βήλ- SIG 1185.18 (Tanagra III a.C.); βείλ- IG 7.3080.6 (Lebadea II a.C.); dór. δήλ- Theoc.5.27, Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.41.4, Ti.Locr.94d, Lindos 2.D66 (I a.C.), Plu.2.219d, TEracl.1.146, IIasos 82.46 (IV a.C.); locr. y délf. δείλ- IG 92(1).706A.12 (Eantea III a.C.), 718.3, IG 9(2).458.8 (Pelasgiótide III a.C.), GDI 2034.10 (Delfos II a.C.)
• Morfología: [jón. pres. ind. 2a sg. βούλεαι Od.18.364, Hdt.1.11, át. 2a plu. βλεστε SIG 1259.5 (Atenas IV a.C.), opt. 3a plu. βουλοίατο Hdt.1.3; impf. 3a plu. ἐβουλέατο Hdt.1.4, 3.143 (cód.); fut. βουληθήσεται Aristid.Or.48.8 (cód.), Gal.13.636; aor. ind. 3a sg. ἐβλάσετυ IPamph.3.8 (IV a.C.), ἠβουλήθη Ael.VH 1.21, subj. βούλεται Il.1.67, opt. βουληθίης PAbinn.3.17 (IV d.C.), part. βολάμενοι UPZ 72.10 (II a.C.), βουλαμένῳ TAM 1.73.5, 7 (Ciana I d.C.); aum. ἠ- inscr. át. desde 300 a.C., frec. mss.y pap.]
I c. suj. de pers.
1 querer, desear
a) abs.
op. πράσσεινDemocr.B 68, a
δύναμαιDemocr.B 248, Gorg.B 8, a
ἐπιθυμεῖνPl.Prt.340a
•subst.
ψιλῷ τῷ βούλεσθαι δημιουργεῖcrea con su sola voluntad de la voluntad divina en la Creación, Clem.Al.Prot.4;
b) c. ac. de abstr. y dat. de pers.
Τρώεσσι ... βούλετο νίκηνIl.7.21, o c. ac. sólo
καί κε τὸ βουλοίμηνOd.20.316,
ὁπόσην ἂν βούληταί τιςSol.Lg.68, cf. Democr.B 277,
δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεταιA.Pr.867,
ἃ βούλομαι λέγωA.Pr.929, cf. E.Alc.281, Gorg.B 6,
πάντα οὖν ὅσα ἠβουλήθη κατεπράξατοAel.l.c., en part.
ἄνδρες τὰ Συρακοσίων βουλόμενοιhombres partidarios de los siracusanos Th.6.50,
τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθοςel pueblo que sustenta o sirve de apoyo a la constitución Arist.Pol.1309b17
•por atracción del antecedente implícito
ἔτυχεν ὧν ἠβούλετοAntiph.19.6,
ἐφ' οἷς ἠβούλοντο πρὸς τοὺς Μιλησίους διελύθησανPlu.2.254f
•c. ac. e inf.
δουλείαν δὲ αὐτοί τε ἐβούλοντο καὶ ἡμῖν τὸ αὐτὸ ἐπενεγκεῖνellos no sólo querían la esclavitud sino además traérnosla Th.6.82;
c) c. inf. concert.
Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαιIl.11.79,
βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ' ἡμέτερ'Od.15.88,
φράσαι τι βούλομαιAr.Pl.1090,
πῶς γὰρ ἂν ... κακῶς ποιεῖν ἡμᾶς ἐβουλήθη;Is.1.11,
ὄψεως τυχεῖ[ν] ἠβουλόμηνMen.(?) en PKöln 203B.12,
τοῖς τερατεύεσθαί τι πρὸς τοὺς πολλοὺς βουλομένοιςa los que quieren causar asombro al vulgo Epicur.Ep.[3] 114, cf. Hes.Op.647, Antipho Soph.B 54, Plu.2.221b, Eu.Matt.11.27, Act.Ap.25.22, 2Ep.Petr.3.9, Aristid.Quint.21.10, Vett.Val.49.4
•a veces c. inf. fut.
καί τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν βήσεσθαιThgn.184,
βουλόμενοι ἐξ αὐτέων παῖδας ἐκγενήσεσθαιHdt.4.111,
εἰ βουλοίμεθα ὄντως εὐδαιμονήσεινIambl.Protr.16;
d) c. inf. no concert.
βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέωνquieren los dioses que se recuerden sus preceptos, Od.4.353,
οὗτος μόνος ἐβούλετο ἡμᾶς ἀκλήρους εἶναιIs.1.28,
οὐ μόνον ἠβούλετο δι' αὑτοῦ γενέσθαι τὴν κλῆσινPlb.2.50.7;
e) en interr., c. constr. de subj.
βούλει λάβωμαι ... καὶ θίγω τί σου;¿quieres que te coja y sostenga? S.Ph.761,
βούλει ... φράσω;Ar.Eq.36,
θῶμεν ... βούλει ... δύο εἴδη τῶν ὄντων ...;Pl.Phd.79a, cf. Phdr.228e, Eu.Io.18.39;
f) c. inf. sobreentendido
καὶ εἰ μάλα (Ποσειδάων) βούλεται ἄλλῃ (sc. τοῦτο γενέσθαι)Il.15.51,
εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντοHdt.1.4,
εἰ γὰρ βούλει, ὅταν ᾖ χείμων, ... ἐγχέας ὕδωρHp.Aër.8,
βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι)Pl.Euthphr.3a, cf. Democr.B 89, Ar.Ra.1279, Phld.Cont.fr.107.13, Ep.Iac.3.4, 1Ep.Cor.12.11, Ach.Tat.2.30.1.
2 usos esp.:
a) ὁ βουλόμενος el que quiera, cualquiera Sol.Lg.16, 23 d, Hdt.1.54, Th.1.26, Thrasym.B 1, Ar.Pl.918, D.21.45, Hld.10.25.1
•
ὅστις βούλειel que quieras, cualquiera Pl.Grg.517b;
b) βουλομένῳ μοί ἐστι c. inf. expreso o sobreentendido quiero
τῷ ... πλήθει τῶν Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφιστάσθαιla mayoría de los plateos no quería separarse de Atenas Th.2.3,
εἰ σοὶ βουλομένῳ ἐστὶν ἀποκρίνεσθαιsi quieres responder Pl.Grg.448d,
εἴ τινι βουλομένῳDemocr.B 173;
c) en forma perifrástica
ἐν οἷς ἂν βουλομένοις αὐτοῖς γένηται τὰ δυνατά συμπράττεινles (recomendó) colaborar con ellos con todas sus fuerzas Hld.7.11.4,
ὅ τι βουλομένοις ἐστὶν ἐκδιδασκώμεθαaverigüemos lo que quieren Hld.9.5.10;
d) τὸ βουλόμενον la voluntad E.IA 1270,
τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσταιésta será la voluntad de los dioses E.IA 33, pero
τὸ βουλόμενονsent. pas. lo querido Luc.Am.37, Plu.Art.28
•
τί βουληθείς;¿con qué intención? S.El.1100, mismo sent.
τί ... βουλόμενοι;Pl.Phd.63a, D.18.172;
e) en la fórmula epistolar de saludo
βουλομένων ... θεῶνsi los dioses quieren, BGU 248.11 (I d.C.)
•expresar la última voluntad en un testamento
ἔθετο ... βούλησιν ἔγ[γρα]φον ... β[ο]υλόμενοςPLips.33.2.11 (IV d.C.),
βούλομαι οὖν καὶ κελεύωpor tanto dispongo y ordeno, PMasp.151.101 (VI d.C.).
3 op. θέλω o ἐθέλω consentir
εἰ βούλει, σοὶ ἐγὼ ... ἐθέλω λόγον λέξαιPl.Grg.522e,
ἂν οἵ τε θεοὶ θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθεD.2.20, cf. Pl.Alc.1.135d.
4 en cont. de compar. preferir c. ἤ:
βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαιprefiero que la hueste esté a salvo a que perezca, Il.1.117, cf. Od.3.232, Hdt.3.40, E.Andr.351
•c. un compar.
βούλεσθαι γὰρ παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ τοῦ πατρὸς ἐστερῆσθαιHdt.3.124, c.
μᾶλλον ἤS.Ai.1314, Democr.B 118, c. πολύ y ἤ Il.17.331, raro c. πολύ sin ἤ Il.1.112.
5 sent. erótico desear, querer c. ac. de pers.
ἐκεῖνον καὶ τεθνηκότα βούλομαιX.Eph.3.6.3
•abs. y subst., de un mal deseo
τοῦ βούλεσθαι ἀπολαύσατεgozasteis de vuestra lascivia Gr.Naz.M.36.468D.
II c. suj. no de pers.
1 exigir, requerir
ὡς ὁ πάτριος Αἰθιόπων βούλεται νόμοςcomo pide la ley ancestral de los etíopes Hld.9.1.4, cf. Iust.Nou.84.1.1,
σύμφωνον βουλόμενον πρόσοδον ἀντὶ τοῦ ἀνναλίου πρεσβείου δοθῆναιCod.Iust.1.3.45.13, cf. 1.3.52.5.
2 soler
βούλεται ... ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναιArist.EN 1125b33,
τὸ δ' ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἴ τις ἀγνοεῖ τὰ συμφέρονταArist.EN 1110b30,
τὸ γὰρ τοιοῦτον ἦθος αἰεὶ βούλεται διαφυλάττειν ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλιςPlb.9.40.1.
III en cont. de lenguaje o escritura, indif. al suj. pers. o no
1 pretender, querer decir, significar
ὅ μοι δοκεῖ βούλεσθαι ΓλαύκωνPl.R.362e,
ὃ μὲν οὖν βουλόμεθα λέγειν τὴν τάσινlo que pretendemos indicar con grado Aristox.Harm.17.2,
τί ... ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος ...;Pl.Tht.156c, cf. Ach.Tat.5.16.5,
βούλεται ... διάνοιαν ἀπαρτίζειν τὰ κῶλα ταῦταtales miembros señalan el fin de una frase Demetr.Eloc.2,
τί βούλεται σημαίνειν τὸ τέραςD.H.4.59,
τί τοίνυν τὸν νόμον βούλονται;pues ¿qué entienden ellos por ley? Clem.Al.Strom.2.8.39, cf. 9.42,
τί μὲν βούλεταί σοι ... τὸ παραπλέκειν ὄνομα Χαρικλείας;¿qué pretendes con mezclar el nombre de Cariclea? Hld.10.31.2.
2
βούλεται εἶναιtiende a ser, es de hecho Pl.R.595c,
ἡ ... τοῦ ὕδατος φύσις βούλεται ... εἶναιla condición natural del agua tiende a ser, es por naturaleza Arist.Sens.441a3,
βούλεταί γ' ἤδε τοτ' εἶναι πόλις, ὅταν ...pero sólo entonces es realmente ciudad cuando ... Arist.Pol.1261b12.
• DMic.: qe-ro-me-no (?).
• Etimología: De la raiz *gu̯el-/*gu̯ol- (cf. βάλλω) y un suf. -so- o -no-. El voc. o podría ser analóg. de un antiguo perf. *βέβολα (cf. προβέβουλα).