βοήθησις, -εως, ἡ


ayuda, remedio, socorro βοηθοῦντας ... ἄτακτον βοήθησιν Aen.Tact.16.4, εὐπορίη βοηθήσιος Hp.Praec.8, ἡ τῆς ὑγείας β. Alex.Aphr.in Sens.98.22.