< Βοανηργες
βοάνθρωπος >
βοάνθεμον
,
-ου, τό
bot.
botón de oro
,
Chrysanthemum coronarium
L.
, Hp.
Mul
.1.78 (p.178), en Gal.19.88, Nic.
Fr
.74.38, cf. βούφθαλμον.