< βουστάς
βουστάσιον >
βουστασία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
βοο-
Hsch.s.u.
βουστάνη
establo
Luc.
Alex
.1, Hsch.l.c.,
Cat.Cod.Astr
.11(2).181.