< Βουριδαυήνσιοι
βουρικυπάρισσος >
βουρικάλιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
βουριχάλλ-
Lyd.
Mag
.1.18
carruaje
,
carreta
Gr.Naz.M.37.392D, utilizada por los senadores, Lyd.l.c.