< βούπεινα
Βούπλαγος >
βουπελάτης
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-ᾰ-]
pastor
A.R.4.1342, Nic.
Al
.39, Opp.
C
.1.534, Androm.84, Dionysius 83.6.