βουλῑμία, -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz
ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίαςTimocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
•medic. bulimia
βουλιμιῶν ἰάματαGal.11.721.
ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίαςTimocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
βουλιμιῶν ἰάματαGal.11.721.