< †βουλιτή δίκη·
Βουλκά >
βουλιτία
,
-ας, ἡ
sent. dud., quizá
mandato
o
decisión
θήκην ἡμῶν ἔπεμψα αὐτοῖς [π]ερὶ τῆς βουλιτίας μου
SB
6267.16 (III d.C.).