βουλεύω
• Alolema(s): βωλεύω Schwyzer 657.23, 66 (Tegea IV a.C.), ICr.1.16.4A.4 (Lato II a.C.); lesb. βολλεύω IG 12(2).6.34 (Mitilene IV a.C.); cret. βωλούω ICr.3.3.4.75 (Hierapitna II a.C.)
• Grafía: graf. βλεύω Thasos 18.1, 7 (V a.C.)
• Morfología: [ép. pres. subj. 2a sg. βουλεύῃσθα Il.9.99; fut. 1a sg. βουλευσέω ICr.3.4.8.27 (Itanos III a.C.)]


A intr.

I ref. a dos o más pers.

1 pres. deliberar

a) μήποτε ... κακῷ ... βούλευε σὺν ἀνδρί jamás deliberes con un varón malvado Thgn.69, op. a μάχεσθαι: σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς E.Rh.108
en v. med. mismo sent. ὡς δὲ ἐβουλεύετο ἅμα Περσέων τοῖσι ἐπικλήτοισι Hdt.8.101;

b) c. distintas constr. indicando el objeto μετ' αὐτῶν τοῦ οἰκοδομῆσαι LXX 1Ma.12.35, περὶ τοῦ μέλλοντος Th.3.44, περὶ τῶν λοιπῶν Lys.2.53, πρός τε τὴν γεγενημένην ξυμφοράν Th.7.47, ὥρα ... βουλεύεσθαι πῶς ... X.An.3.4.40, cf. Plb.1.33.3;

c) c. ac. int. o adverb. mantener deliberaciones βουλὰς βουλεύειν, ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι Il.10.147 μὴ δίκαια βουλευομένων Pl.Ap.32c, ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι tener una deliberación equitativa y justa Th.2.44, ἐβουλεύοντο κατὰ Ἀνθίας ποικίλα X.Eph.4.6.2.

2 aor. tomar una decisión τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν habiendo tomado ambos esa decisión se separaron, Il.1.531, ὄφρα κε δυσμενέεσσι φόνου πέρι βουλεύσωμεν Od.16.234, βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων ὁποῖον ἄν τι βούλωνται Th.3.28
tb. en fut. εἰ δέ ποτ' ἔς γε μίαν βουλεύσομεν si alguna vez llegamos a tomar una decisión conjunta, Il.2.379
en v. med. mismo sent. καλῶς βουλεύσασθαι tomar una buena decisión And.3.29, ἐβουλεύσατο πρὸς τοὺς παῖδας había tomado una decisión en consulta con sus hijos LXX 4Re.6.8, c. ac. int. ἵνα μή τι ἀλλοῖον περὶ σεῦ Σπαρτιῆται βουλεύσωνται Hdt.5.40, εἰ ... βουλευσαίμεθα περὶ αὐτῶν βουλήν τινα Pl.Plt.298b, ἓν μὲν βούλευμα τοιοῦτον ἐβουλευσάμεθα tal fue nuestra única decisión And.3.29, πονηρὰ βουλευσαμέν[ου]ς PSI 452.11 (IV d.C.), βουλεύσασθαι ἐπεναντίον tomar la decisión equivocada, PFlor.294.43 (VI d.C.)
tb. en perf. τί βουλεύεσθον ποιεῖν; οὐδὲν ... ἀλλὰ βεβουλεύμεθα Pl.Chrm.176c.

II ref. a una pers.

1 pres. reflexionar, meditar

a) οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι (Odiseo) Od.14.491, νυκτὸς βουλεύειν Phoc.8.1, θυμῷ βουλεύειν Od.12.58, βουλεύειν δυνατός Pl.Lg.694b, ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο Od.9.420;

b) c. constr. prep. indicando el objeto reflexionar sobre Κύρου δὲ πέρι βουλεύων Hdt.1.120, c. ac. int. νεώτερα βουλεύειν περὶ σέο Hdt.1.210, ἐὰν ... τι βουλεύῃς κακόν Critias Fr.Trag.19
en v. med. mismo sent. τὸ γὰρ εὖ βουλεύεσθαι Hdt.7.10δ, βουλεύεσθαι καλῶς junto a λέγειν y πράττειν Democr.B 2, ἔς τἄλλα σημεῖα σκέπτεσθαι καὶ βουλεύεσθαι Hp.Prorrh.2.14, βουλεύου μὲν βραδέως Isoc.34, ὁ βουλευόμενος Arist.EN 1112b20, βουλεύεσθαι ... περὶ τὸ γεγονός Pl.R.604c, cf. Isoc.1.34, Arist.EN 1112b11, ἐν τοῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολύ Arist.EN 1112b8, c. ac. int. τοῦτο πᾶσαν ἡμέρην βουλεύεται Semon.8.81, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ medita contigo mismo dos y tres veces lo que se te venga al pensamiento Thgn.633;

c) c. dat. de interés cuidarse de, mirar por ἵνα σφίσι βουλεύῃσθα Il.9.99.

2 aor. trazar un plan οὐδὲ βουλευσάμενος sin ningún plan D.37.13, c. ac. int. τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή ese plan no lo has trazado tu sola, Od.5.23, μή τι βουλεύσῃ νέον E.Med.37, τ πρώτ βλεύσαντος del que inició el complot, Thasos 18.5 (V a.C.)
tb. en perf. οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει qué trama ha urdido en contra mía S.OT 701
en v. med. εἰ γὰρ μὴ βεβούλευσαι καλῶς E.Supp.248, βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι Hdt.8.101, ὡς ἂν ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύσαιντο Pl.Phdr.231a.

III institucional

1 formar parte del Consejo de ancianos en Esparta, Hdt.6.57, del Consejo de los quinientos en Atenas, Antipho 6.45, And.Myst.75, Lys.13.20, X.Mem.1.1.18, Arist.Ath.62.3, Pol.1282a30, del Senado romano, Plu.Pomp.14, 2.203b, de un Consejo local PLond.971.16 (III/IV d.C.)
βουλεύειν λαχών ser elegido βουλευτής por medio de un sorteo Pl.Grg.473e.

2 en v. med. actuar como miembro de un Consejo Arist.Pol.1281b31, τὸ βουλευόμενον como principio de la actividad política en la πόλις Arist.Pol.1291a28.

B tr.

I c. ac. de abstr. o inf.

1 pres. planear, tramar

a) κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν Od.23.217, φύξιν ... μετὰ σφίσιν Il.10.311, μὴ γυνὴ βουλευέτω (τἄξωθεν) A.Th.200, βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδόν Od.1.444, ἐκ τῶνδε ποινὰς ... βουλεύειν planear una venganza por esas cosas A.A.1223;

b) c. dat. de pers. planear contra γυναικὶ ἐβούλευε ὄλεθρον Hdt.9.110, μέγα τι βουλεύσειν αὐτῷ κακόν Charito 6.6.2
tb. fut., c. constr. prep. οὐδὲ βουλευσέω περὶ τᾶ[ς πόλ]ιος κακὸν οὐδέν ICr.3.4.8.27 (Itanos III a.C.)
en v. med. mismo sent. θάνατον ... ὃν πατὴρ βουλεύεται la muerte que su padre planea E.IA 1102
en v. pas. τὰ βουλευόμενα los proyectos X.Cyr.6.2.2, ἐπανάστασις βλευομένη ἐπὶ Θάσῳ insurrección tramada contra Tasos, Thasos 18.1, cf. 7 (V a.C.);

c) c. inf. u or. complet. pensar ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν Τιτᾶνας A.Pr.204, τί βουλεύεσθον ποιεῖν Pl.Chrm.176c, βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ pienso escaparme de ti X.Cyr.1.4.13.

2 aor. decidir, resolver

a) frec. c. dat. o constr. prep. de pers. τῷ ... βούλευσαν ὄλεθρον (los dioses) habían decidido su muerte, Il.14.464, cf. B.5.139, ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον; A.A.1627, cf. 1634, τήνδ' ἐβούλευσεν κέλευθον A.Pers.758, op. a ‘ejecutar’ o a ‘ordenar’ ἒ χερὶ κτέναντα ἒ βου]λεύσαντα (φόνον) habiéndolo cometido con su propio brazo o habiéndolo decidido (el crimen) Sol.Lg.5a, op. ‘ejecutar’ ἐὰν δὲ αὐτόχειρ μὲν μή, βουλεύσῃ δὲ θάνατόν τις ... ἑτέρῳ Pl.Lg.872a, οὐ βουλεῦσαι τὸν φόνον οὐδὲ προστάξαι App.BC 2.21;

b) c. inf. ἐγὼ βούλευσα ... οὐτάμεναι Od.9.299, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου ... νεφέλαν τρέψαι ... δυνατοί Pi.N.9.37
tb. fut. y perf. τ]αῦτα ... [ἐ]γώ τε καὶ σὺ σὺν θεῷ βουλεύσομεν Archil.300.12
en v. med. mismo sent. νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114, ταῦτ' ἐβουλεύσω ποιεῖν S.OT 537, ἦ ταῦτα ... βεβούλευνται ποεῖν; S.El.385, cf. ICr.3.3.4.75 (Hierapitna II a.C.);

c) c. or. interr. βουλεύσασθαι, ποτέρας ... Isoc.7.79, τί ποιήσωσιν LXX 1Ma.5.16, cf. Eu.Luc.14.31, Eu.Io.12.10
tb. en perf. ἐγὼ γὰρ βεβούλευμαι ... στρατεύεσθαι Hdt.3.134
en v. pas. ὥσπερ ... ἐβουλεύθη ἐπὶ δικαίῳ πρήγματι Hp.Vict.4.88, ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται contra ellos será resuelto un voto de muerte A.Th.198, πῶς σφῷν βεβούλευται; ¿cómo lo habéis resuelto? Pl.Euthd.274a, εἴπερ ἦν βεβουλευμένον αὐτῷ βεβαίως Epicur.Ep.[4] 127, τὰ βεβουλευμένα las decisiones tomadas Hdt.4.128, τοῖσι δὲ ἄρα ἐβεβούλευτο ... προσουδίσαι Hdt.5.92γ.

II c. ac. concr. idear, proyectar op. ‘confeccionar’ ἐβούλευσεν δὲ Δύσηρις εἷμα τόδε Anacr.199.1.

III aconsejar c. dat. de pers. e inf. ἀστοῖς ... βουλεύω σέβειν A.Eu.697
dar un consejo σοι βούλευσεν ἐμεῦ πέρι Thgn.1101
c. ac. int. εἰ ... τι πρὸς ἀντίστασιν βουλεύσειαν Hld.9.7.3.
• Etimología: Denom. de βουλή.