βουλευτεία, -ας, ἡ
dignidad de miembro del consejo o senado local
Δε]λφοὶ ἔδ[ωκ]αν Π. Αἰλίῳ Μύρωνι ... πολειτεία[ν] καὶ βουλευτείαν καὶ ἄλλας τει[μάςFD 4.445.4 (II d.C.).
Δε]λφοὶ ἔδ[ωκ]αν Π. Αἰλίῳ Μύρωνι ... πολειτεία[ν] καὶ βουλευτείαν καὶ ἄλλας τει[μάςFD 4.445.4 (II d.C.).