< βουκανιστήριον
βουκάπηλος >
βουκάπη
,
-ης, ἡ
• Grafía:
graf. βουκάμπη Arc.102.18
pesebre
o
boyera
Arc.l.c., Hsch.,
Et.Gen
.
β
207B.,
Et.Sym
.
β
174B.