< Βουκόλω Φαρσαλίας
βουκόμος >
βουκομέω
dud.
cuidar ganado bovino
, o tal vez
sacrificar
ἐβουκόμησεν δὲ [τ]αυρίους Ἀσκληπιῷ
SEG
35.573.3 (Tesalia II/III d.C.).