βουκινάτωρ, -ορος, ὁ
milit. lat. bucinator, trompetero, POxy.1903.8 (VI d.C.), SEG 9.356.66 (Ptolemaide VI d.C.)
•en plu. identificados como
σαλπισταὶ ἱππέων op. a los τουβίκινες o σαλπισταὶ πεζῶνLyd.Mag.1.46.
σαλπισταὶ ἱππέων op. a los τουβίκινες o σαλπισταὶ πεζῶνLyd.Mag.1.46.