< Βουήδων
βουθήλεια >
βουθερής
,
-ές
• Alolema(s):
†βούθοροι
Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano
λειμών
S.
Tr
.188, cf.
βουθερεῖ, †βούθοροι
Hsch.