βουβότας, -ου, ὁ
1 pasto de vacas
βουβόται τόθι ... κατάκεινταιPi.N.4.52.
2 boyero
τὸν βουβόταν ... ἈλκυονῆPi.I.6.32.
• DMic.: qo-u-qo-ta, qo-qo-ta-o.
βουβόται τόθι ... κατάκεινταιPi.N.4.52.
τὸν βουβόταν ... ἈλκυονῆPi.I.6.32.