βουβόσιον, -ου, τό
• Morfología: [gen. -οιο Arat.1120]
1 rebaño de vacas
ῥεῖά κε β. τελέθοι πλέονCall.Ap.50,
χώραν ἀρίστην βουβοσίοιςStr.12.4.7.
2 pastizal
σκυθραὶ λειμῶνος πόριες καὶ βουβοσίοιοArat.l.c.
ῥεῖά κε β. τελέθοι πλέονCall.Ap.50,
χώραν ἀρίστην βουβοσίοιςStr.12.4.7.
σκυθραὶ λειμῶνος πόριες καὶ βουβοσίοιοArat.l.c.