< βουβωνοκηλικός
βουβωνοφύλαξ >
βουβωνόομαι
medic.
hincharse hasta convertirse en un tumor
ἐν τοῖσι βουβῶσιν ... ἡ ἀδήν
Hp.
Gland
.8, cf.
Epid
.6.7.2.