βοτάνη, -ης, ἡ


I 1pasto μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης Il.13.493, ποιηρά E.Cyc.45, cf. Fr.773.29, Pl.Prt.321b, Mnesith.Ath.39.12, Theoc.25.87, 28.12
fig. β. ... ἁ λέοντος el pasto del león, e.e., Nemea, Pi.N.6.42
de los hombres ricos κηφήνων β. pasto de los zánganos Pl.R.564e, cf. Plu.2.42a
forraje ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται Od.10.411.

2 hierba frec. op. ‘raíz’ εὐκαρπήσει δὲ γῆ ῥίζας καὶ βοτάνας Hp.Ep.10.2, cf. Arist.HA 592a25, προσφέρεσθαι τῆς βοτάνης Democr.B 5.1, κατέφαγεν πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς LXX Ex.10.15, ὀχληρά Aristid.Quint.64.20, cf. Hp.Mul.2.196, Epid.7.3, Thphr.HP 4.4.13, Dsc.1 praef.1, D.P.Au.1.21, Sch.D.T.196.6
fig. ref. al vicio τρεφόμενοι ... ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ como si se hubiesen criado con una mala hierba Pl.R.401c, ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτάνων ἅστινας ... Χριστὸς οὐ γεωργεῖ Ign.Phil.3.1, διαβόλου β. hierba del diablo, e.e., el vicio, Ign.Eph.10.

3 mala hierba, cizaña Thphr.HP 2.7.5, POxy.729.22 (II d.C.)
plu. βοτάνας μὴ ἐχούσῃ Gp.2.46.2.

4 planta β. εὔθετος planta útil, Ep.Hebr.6.7, ref. plantas con cuyas fibras se pueden fabricar tejidos, op. δοραί Diog.Oen.21.1.7.

II bot. ἱερὰ β. verbena, Verbena supina L. o V. officinalis L., Dsc.4.60
ἀρτεμισίη β. artemisia Hp.Mul.1.46.