< βοτρύϊος
Βοτρυλίων >
βοτρυῖτις
,
-ιδος, ἡ
(
sc
. λίθος) miner., un tipo de
calamina
Dsc.5.74, Plin.
HN
34.101, Thessal.171.1, Gal.12.220, 776.