βοτρυώδης, -ες
1 lleno de uvas
β. χλόηE.Ba.12,
ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν οἴναςE.Ba.534,
οἴνηCEG 606.6 (Atenas IV a.C.).
2 en forma de racimo
καρπόςThphr.HP 3.13.6, Posidon.55a, la calamina, Dsc.5.74.
β. χλόηE.Ba.12,
ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη Διονύσου χάριν οἴναςE.Ba.534,
οἴνηCEG 606.6 (Atenas IV a.C.).
καρπόςThphr.HP 3.13.6, Posidon.55a, la calamina, Dsc.5.74.