< βοτρυόομαι
βοτρυοστᾰγής >
βοτρυόπαις
,
-παιδος
que es madre de racimos
ἄμπελος
Theoc.
Ep
.4.8,
τὴν Βρομίου βοτρυόπαιδα χάριν
AP
11.33 (Phil.).