< Βότρυς
βότρῠχος >
βοτρυχίτης
,
-ου, ὁ
1
vendimiador
Ἑρμῆς
Anon.Alch.404.5.
2
racimo
λευκὰ εἴδη τοῦ βοτρυχίτου
Anon.Alch.404.5.