βοτρυηφορέω
• Alolema(s): βοτρυο- Ph.2.54 (cód.), Ast.Soph.Hom.16.6


producir uvas (ἄμπελον) βοτρυηφοροῦσαν Ph.2.54
fig., c. ac. producir a modo de racimos ἡ ἄμπελος ... ἐβοτρυοφόρησε τὰ ἔθνη de Jesucristo, Ast.Soph.l.c.