< βοτανισμός
βοτανολογία >
βοτανολογέω
1
recoger hierbas
βοτανολόγησον, ὁκόσα ... δύνασαι
Hp.
Ep
.16.
2
agr.
escardar
βοτανολογῆσαι καὶ φυλλολογῆσαι
PHamb
.23.27 (VI d.C.).