< βόστρῠχος
βοτάμια >
βοστρυχώδης
,
-ες
1
rizado
γενειάς
Philostr.
VS
570, cf.
VA
3.8,
ἕλικες
Ael.
NA
16.13.
2
βοστρυχῶδες· τὸ [θάλπον ἢ] θάλλον
Hsch.