< βοστρυχίτης
βοστρυχόομαι >
βοστρυχοειδής
,
-ές
1
que tiene forma de rizo
Hsch. (cód. βοστρυχιδῆ).
2
adv. -ῶς
en forma de rizo
β. ἑλίσσεται
Gal.2.900.