< βορρολιβικός
Βόρσιππα >
βορρόλιψ
,
-λιβος, ὁ
noroeste
πρὸς βορρόλιβα ... κείμενον ... ὃ δὴ κοινῶς Εὐρώπην καλοῦμεν
Ptol.
Tetr
.2.3.7.