< βορεύω
†βορηά· >
βορεῶτις
,
-ιδος
boreal
,
septentrional
ἀκταί
D.P.243,
πύλη βορεώτιδος ἐς κλίσιν αὔρης
Paul.Sil.
Soph
.563, cf. 580.