< Βορβοροκοίτης
βορβορόπη >
βορβορόομαι
encenagarse
τοῦ τόπου βορβορωθέντος
Arist.
GA
763
a
29
•
enturbiarse
θάλασσα
T.Abr
.A19 (p.101.14)
•
fig.
mancillarse
en sent. moral, Cyr.H.
Catech
.6.34.