< βορβοριανοί
βορβορῖται >
βορβορίζω
1
ser fangoso
ἐν γεύσει β.
saber a barro
Dsc.5.75.
2
βορβορίζει· chipr. γογγύζει. μολύνει
Hsch.
3
v. βορβορύζω.