βομβύκιον, -ου, τό
1 capullo del gusano de seda
τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινὲς ἀναπηνιζόμεναι, κἄπειτα ὑφαίνουσινArist.HA 551b14.
2 insecto que zumba, quizá abejorro o moscardón Sch.Ar.Nu.158.
3 fig. zumbido de los señuelos del diablo charlatanería
τοιαῦτά τινα κινεῖ (ὁ διάβολος) βομβύκιαAth.Al.Ep.Fonti p.64.