< Βομβύκα
βομβυκίας >
βομβυκής
,
-ές
• Morfología:
[sólo compar. βομβυκέστερος]
mús.
más grave
τόνος
en la escala musical
, Nicom.
Harm
.5, 11.1, cf. βόμβυξ.