< βομβαλοβομβάξ
βομβαύλιος >
βομβάξ
• Alolema(s):
βόμβαξ
Timo
SHell
.803, Hsch.
interj.
¡zape!
,
¡diantre!
Ar.
Th
.45, Timo l.c., Hsch.