< Βόλβη
βόλβιθος >
βολβίδιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
βολβιτίον
Hp. en Gal.19.89
ict.
pulpo almizclado
,
Eledone moschata
Lam.
, Hp.
Mul
.2.133, l.c.