< Βοκώνιος
βολαῖος >
βολαῖα
sent. dud., quizá
estercolero
βολαῖα δὲ δ[ύ]ναται [...] τοὺς [β]ορβορώδ[εις] τόπους
anón.zool. en
POxy
.2744.2.6, cf. βολεών.