< Βοιωτουργής
Βοκέρριος >
βοκάλιος
,
-ου, ὁ
lat.
uocalis
,
vocalista
que entona el salmo, Cosm.Ind.
Top
.5.116, en el circo
καλοπαῖκται βοκάλιοι
POxy
.2707.5, 7 (VI d.C.).