< βοθρίον
*ΒοθρόϜα >
βοθρίσκος
,
-ου, ὁ
agr.
clota
ὄρυξον βοθρίσκους δύο καὶ εἰς τὸν ἕνα βάλε κριθὰς καὶ εἰς τὸν ἕτερον πυρούς
Gal.14.476.