< βοητικός
βοητύς >
βοητός
,
-όν
1
cantado en voz alta
β. ὑμήναος
GVI
1522.7 (Cirene II d.C.).
2
que grita
οἱ ... μαινόμενοι
Hp.
Morb.Sacr
.15 (var., cf. βοητής).