βοηδρόμος, -ον
• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.


auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.