< βοῆ
βοήγια >
βοηγενής
,
-ές
nacido de un toro
ἔργα ... βοηγενέεσι μελίσσαις καλὰ μέλει
hermosas obras ocupan a las abejas nacidas de toro
,
AP
9.363.13 (Mel.), cf. βουγενής.