< βλίταχος
βλίτον >
βλῐτομάμμας
,
-ου, ὁ
tonto de baba
σε καλοῦσι βλιτομάμμαν
Ar.
Nu
.1001, cf. Phryn.
PS
55, Sch.Pl.
Alc
.1.118e.