< βιωφέλιμος
βλαβερόμματος >
βλᾰβεραυγής
,
-ές
• Morfología:
[gen. no contr. -έος Man.4.309]
de fulgor maligno
Κρόνου βλαβεραυγέος ἀστήρ
Man.l.c.,
φέγγος
Man.4.472.