< βληστρισμός
βλητέον >
βλήτειρα
,
-ας, ἡ
lanzadora
,
flechadora
de Ártemis
ὑμνῆσαι ταχέων τ' Ὦπιν βλήτειραν ὀϊστῶν
Alex.Aet.4.5.