< βλησκούνιον
βλήσπειν· >
βλήσκω
• Grafía:
graf. βλίσκ- Zos.Alch.207.6
echar
,
tirar
βόθυνος ... ἔνθα βλήσκονται οἱ φάρμακοι
Apoc.Paul
.38, cf. 41, Zos.Alch.l.c.