βλέφᾰρον, -ου, τό
• Alolema(s): γλέφᾰρον Alcm.3.7, Pi.P.1.8, 9.24
1 frec. plu. párpado
οἱ βλέφαρ' ... εὗσεν ἀϋτμήla llamarada le quemó los párpados, Od.9.389,
θάνατος ... ἐπὶ βλεφάροις ἕζετοThgn.208,
ὅσα ... τῶν ῥευμάτων ... ἑλκοῖ ... βλέφαραHp.VM 19, cf. Prog.2,
ὀφθαλμοῦ δεξιοῦ τὸ ἄνω β.Antipho Soph.B 81a,
βλεφάροις αὐτὴν θυρῶσαι (τὴν ὄψιν)X.Mem.1.4.6, cf. Cyn.5.11,
τῶν βλεφάρων φύσιςPl.Ti.45d,
παραλείφειν τὰ βλέφαραAr.Ec.406, cf. Arist.PA 657a35, 657b32,
ἀνοιχθέντων τῶν βλεφάρωνGal.5.615, cf. 17(2).214,
ἄχνη <ἐμ>πίπτουσα τοῖς βλεφάροιςPlu.2.659c,
ὀφθαλμοὺς καὶ βλέφαραOrigenes Io.13.22, cf. anón. medic. en PTeb.273.13, PSI 1180.100, M.Ant.2.1, Dion.Ar.CH 15.3,
βλεφάρων ξυνοχήνColluth.74
•tb. en sg.
τὸ β. τὸ ἕτερονHp.Acut.(Sp.) 26,
β. ἀριστ[ερόνPPetr.3.12.20 (III d.C.),
εἰ κλεισθείη ... τὸ β.Gal.5.615
•poét. como sede del sueño
φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψαςOd.5.493, cf. 20.86,
ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευενOd.20.54,
ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιιν ὀλώλειIl.10.187,
ὕπνον ἀ]πὸ γλεφάρων σκεδ[α]σεῖ γλυκύνAlcm.l.c.,
οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροιςHes.Fr.294.4,
γλεφάρων ἁδὺ κλάϊθρονPi.P.1.8, cf. 9.4,
βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳA.A.15, cf. Th.3,
βλέφαρα κέκλῃταιS.Fr.711
•del amor
τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο δερκομενάων (Χάριτες)Hes.Th.910, cf. Ibyc.6.2
•de las lágrimas
δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊνOd.17.490,
βλεφάρων δ' ἀπὸ δάκρυον ἧκεOd.23.33,
τέγξαι βλέφαρονB.5.157
•de la muerte
λύει κελαινὰ βλέφαραS.Ant.1302.
2 poét. para representar el conjunto del ojo
βλεφάρων τ' ἀπὸ κυανεάωνHes.Sc.7,
ἵλεῳ ... δέκτ[ο] βλεφ[άρῳB.11.17,
σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκόταS.Ai.85,
εἰ ... κᾆτ' ἔχοντες ὀξίδας ῥαίνοιεν εἰς τὰ βλέφαρα τῶν ἐναντίωνy si... armados de vinajeras rociaran los ojos de los enemigos Ar.Ra.1441
•en sg.
ἁμέρας β.del sol, S.Ant.104,
νυκτός τ' ἀφεγγὲς β.párpado sombrío de la noche, e.d. luna E.Ph.543.
3 lat. Chariton blepharon n. de un tipo de coral Plin.HN 13.142
•Aphrodites blepharon variedad de amatista Plin.HN 1.37.
• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de un tema neutr. βλέφαρ- de βλέπω c. aspirada expresiva.