< βλατταρισμός·
βλαττοῖ· >
βλάττιος
,
-α, -ον
de púrpura
καμίσια
Stud.Pal
.20.245.10 (VI d.C.) en
ZPE
76.1989.113
•
subst. τὸ β.
tela de púrpura
Lyd.
Mens
.1.21, cf. βλάττα.