< Βλάτιος
Βλάττα >
βλάττα
,
-ης, ἡ
1
βλάτταν· χόρτος. ἢ λάχανον
Hsch.
2
lat.
blatta
,
púrpura
Epiph.Const.
Gemm
.M.43.297A,
DP
24.2.